Ο Σπήλιος Τσούνης γεννήθηκε στα Καλάβρυτα. Από πολύ νέος μαθήτευσε ως οικότροφος για τέσσερα χρόνια στην Αθωνιάδα Θεολογική σχολή, στο Άγιον Όρος. Εκεί πήρε τα πρώτα μαθήματα αγιογραφίας και μυήθηκε στα μυστικά της ζωγραφικής από βαθείς γνώστες των παραδοσιακών τεχνικών. Είχε την τύχη να μαθητεύσει στον οίκο Δανιήλ, κοντά στον μοναχό διδάσκαλο Δανιήλ, από τον οποίο διδάχτηκαν κάποια από τα μεγαλύτερα ονόματα της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής, όπως ο Γ. Τσαρούχης, ο Φ. Κόντογλου, κ.α.
Καταλαβαίνει, λοιπόν, κανείς ότι ο Σπήλιος είναι από τους ελάχιστους πλέον εναπομείναντες δημιουργούς, οι οποίοι κατέχουν και χρησιμοποιούν μια ευρύτατη γκάμα παλαιών τεχνικών, την οποία και συνδυάζουν για να αποδώσουν με εκπληκτικά αποτελέσματα τον δυνατό παλμό του σήμερα. Έτσι οι εμπνεύσεις του αποτυπώνονται στα έργα του με ένα απόλυτα προσωπικό ύφος, σμιλεύοντας με τα εργαλεία ενός μεγαλόπρεπου παρελθόντος, εντελώς ιδιαίτερες σύγχρονες φόρμες.
Ερχόμενος το 1971 στην Αθήνα σπούδασε γραφικές τέχνες και διακόσμηση με δασκάλους τους Δ. Γρατσία, Ν. Κακαδιάρη και τον χαράκτη Β. Παντελάκη και κατόπιν μαθήτευσε κοντά σε δύο μεγάλα ονόματα του αιώνα μας, τον Γ. Μόραλη και τον Γ. Μαυροειδή.
Η αγάπη του για την τέχνη πέρα από την συνεχή προσωπική του δημιουργία και αναζήτηση, τού καλλιέργησε και έντονη την επιθυμία να μεταδώσει το πολύτιμο απόσταγμα των γνώσεών του σε νέα ταλέντα. Έτσι διατέλεσε επί σειρά ετών καθηγητής στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο Αθηνών, καθώς και στη Γερμανική Σχολή του Αμαρουσίου.
Τα έργα του έχουν παρουσιαστεί σε ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη, καθώς και σε μεγάλες πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού. Ειδικότερα στην Athens Biennale, η οποία οργανώθηκε το 1998 στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο του Πειραιά, ο Σπήλιος απέσπασε το 1ο βραβείο. Επίσης, έχει τιμηθεί με το βραβείο του Δήμου Αθηναίων το 1988.
Έργα του βρίσκονται στην κατοχή πολλών σημαντικών Ελλήνων και ξένων συλλεκτών.
Ο Σπήλιος έχει ήδη ολοκληρώσει το υλικό της επόμενης έκθεσής του με τίτλο «Ραψωδίες Σπονδύλων», μιας τρίπτυχης έκθεσης που θα συνδυάζει τις τέχνες της ζωγραφικής, της γλυπτικής και της ποίησης, με αναφορά στο αρχέτυπο. Ευελπιστεί να την παρουσιάσει οπουδήποτε «ριγούν τα ραγάνια της καρδιάς», ίσως και στη μακρινή Χιλή, στην οποία ταξιδεύει αενάως η ψυχή της, κάποτε φίλης του, Δανάης Στρατηγοπούλου.
Λόγια του Σπήλιου
«ΣΤΙΓΜΑΤΑ (η λέξη) σημαίνει τα σημεία που χαράζονται στον χάρτη της ρευστής πραγματικότητας, όπως και τα ανεξίτηλα σημάδια που αφήνει η ζωή στο σώμα του έργου.»
«Η επιτυχία έχει και αυτή πικρή γεύση, όταν για να επιζήσουμε πουλάμε-καταναλώνουμε-τρώμε όλες τις αξίες μας, τα σύμβολά μας – τις λέξεις και τις εικόνες. Επιτρέψτε μου (αν μπορούσα) να φάω μπροστά σας τα έργα μου.»
«Η τέχνη είναι μέσο επικοινωνίας και αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τα οικεία αντικείμενα. Η τέχνη μπορεί να πλουτίσει την εμπειρία μας και όταν προκαλεί θυμό και εχθρότητα, όχι μόνο όταν εκμαιεύει ανώτερες και υψηλές αντιδράσεις.»
«Με ικανοποιούν οι πράξεις στις πραγματικές συνθήκες της ζωής, όπου η “τέχνη και μεταβολισμός” της περιβάλλουσας πραγματικότητας τείνουν στην ειρηνική συμβίωση και επικοινωνία.»
«Ν’αγαπάς… να χαίρεσαι την ουράνια υδρορροή που μέσα σου πλημμυρίζει νου και ιδρώτα, έξαψη και ανάταση.»
«Η ουσία του καλού είναι η σωστή χρήση των αισθήσεων.»





Έχουν πει για τον Σπήλιο:
-
«Οι πίνακες του Σπήλιου είναι σαφέστατα η αγαπημένη συνάντηση δύο κόσμων. Όταν ο θεατής σταθεί μπροστά στα έργα του, απλά γοητεύεται από τη μεστή προσφορά του παρελθόντος, σοφά ενσωματωμένη στην δυναμική αναζήτηση και κατάθεση του σήμερα. Η λεπτή αυτή ισορροπία που αποτελεί και το υπέρτατο σημείο αναφοράς στο σύνολο της δημιουργίας του, ολοφάνερα παραπέμπει στις καταβολές του καλλιτέχνη. Έτσι, ξεκινώντας σε πολύ νεαρή ηλικία από τη βυζαντινή τέχνη και τις παραδεδομένες φόρμες και τεχνικές, προχώρησε ωριμάζοντας πέρα από τη γνώση και ακολούθησε το ένστικτο και τις προσωπικές του αναζητήσεις που τον οδήγησαν σε μια ολοκληρωμένη, σύνθετη και απόλυτα εκτονωτική έκφραση. Παρατηρώντας τα έργα του, πίνακες και γλυπτά, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς την χειμαρρώδη αγάπη του Σπήλιου για τη ζωή και τον άνθρωπο. Αθεράπευτα ρομαντικός προσωπολάτρης, παραδίνεται εξίσου στη μαγεία που εκπέμπουν οι γραμμές του ανθρώπινου σώματος και αυτόματα το τελάρο του χάνει τα συμβατικά του όρια… μετατρέπεται σε μια νέα πραγματικότητα, έναν μικρόκοσμο που σφύζει από ζωή και που υπαινίσσεται τις σκέψεις, τους προβληματισμούς αλλά και τα όνειρα και τις βαθύτερες επιθυμίες του καλλιτέχνη, κυρίως απέναντι στον συνάνθρωπο. Αυτός ο αεικίνητος μικρόκοσμος που πάλλεται στα έργα του, αποτελείται από πρόσωπα υπαρκτά – μνήμες του παρελθόντος – και πρόσωπα του μέλλοντος που ενσαρκώνουν την ζωογόνα ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Ο θεατής συναντά την οδύνη, παρατηρώντας πρόσωπα χαρακωμένα από τη γνώση που σμιλεύει ο πόνος της ψυχής, αλλά και τη λύτρωση μέσα από πρόσωπα αέρινα, σύμβολα της ομορφιάς και της αναγέννησης που τόσο επίμονα αναζητά ο καλλιτέχνης. Άλλες ζωγραφικές φόρμες – σύμβολα που αποτυπώνονται στις συνθέσεις του είναι μορφές και κεφαλές ζώων και ανθρώπινα σώματα, τα οποία κρύβονται έντεχνα πίσω από τις χρωματικές αντιθέσεις και περιμένουν το θεατή να “εισχωρήσει” μέσα στον πίνακα και να τα ανακαλύψει. Τα έργα του κινούνται στα πλαίσια ενός δυναμικού αφαιρετικού εξπρεσιονισμού που συμπληρώνει και ολοκληρώνει την υπόστασή του μέσα από ένα πλήθος συμβόλων. Η πολλαπλή χρήση τους καθώς και η διάλυση και διάσπαση της φόρμας απελευθερώνουν με τρόπο καταλυτικό την καλλιτεχνική “αγωνία”, που βρίσκει την εκτόνωση και τη δικαίωσή της στην απόλυτη εκφραστική ελευθερία. Κατόπιν, αφήνοντας το συναρπαστικό παιχνίδι της ανακάλυψης του κρυμμένου μικρόκοσμου, ο θεατής στέκεται στο χρώμα που αγκαλιάζει και “καμουφλάρει” προστατευτικά τα μικροσκοπικά σύμβολα, αποκαλύπτοντας παράλληλα ένα σημαντικό κομμάτι της καλλιτεχνικής ψυχής. Σαν βάση απλώνονται οι σκούροι ψυχροί τόνοι, οι οποίοι αν και κυριαρχούν στον καμβά, διακόπτονται αιφνιδιαστικά όσο και ευχάριστα από εγκάθετες θερμές πινελιές που αποφορτίζουν τη χρωματική σύνθεση. Ο Σπήλιος ζει με το σκούρο που απεικονίζει εντελώς ωμά τον εγκλωβισμό του σημερινού ανθρώπου και λυτρώνεται με το ανοιχτό που προσφέρει αισιόδοξα μηνύματα στο πνιγηρό αδιέξοδο. Έτσι, λοιπόν, αυτή η αδιάκοπη εναλλαγή από το σκοτάδι στο φως, η ατέρμονη πάλη ανάμεσα στο μωβ και στο κόκκινο, η πορεία προς το θάνατο που συναντά το πάθος, τη φωτιά και τη γέννηση σχηματίζουν στους πίνακες του Σπήλιου την ίδια τη ζωή, που αναγεννάται από τις στάχτες της, μεταμορφώνοντας το χάος σε αρμονία. Ο καλλιτέχνης αποφεύγει την προφανή προοπτική, διότι επιθυμία του είναι να τοποθετήσει ο θεατής τις μορφές και τα σύμβολα στην δική του οπτική σκακιέρα και να καταθέσει τις δικές του σκέψεις και προβληματισμούς δίπλα σε εκείνα του δημιουργού. Έτσι καταλαβαίνει κανείς ότι τα έργα του Σπήλιου, χρησιμοποιώντας την δύναμη των μορφών και του χρώματος, καταλήγουν να γίνονται ένας διάλογος ανάμεσα στην ψυχή θεατή και καλλιτέχνη και να μεταφέρουν αισιόδοξα μηνύματα που μεταμορφώνονται σε χρώμα και πρόσωπα σε έναν καμβά που ουσιαστικά δεν έχει αρχή και τέλος.»
Δήμητρα Ιωάννου
Iστορικός τέχνης -
«Στην τέχνη του, η εμπειρία του μεταμοντερνισμού επανακάμπτει την αφηγηματικότητα κάθε θέματος, ενώ οι έντονες εκφάνσεις του ρεαλισμού απεικονίζονται παραστατικά ανατρέποντας συνάφειες, ποιότητες και συνειρμούς. Ο εμπνευσμένος καλλιτέχνης μεταφέρει μέσα από αλληγορικούς συσχετισμούς μία οπτική παρέλαση εμπνεύσεων. Συμπληρώνοντας ως δημιουργός έναν κύκλο συνθέσεων, εύρωστα παράγει συνεκτικά ωραία σχήματα, ενώ οι αναζητήσεις του διαφαίνονται καθώς διακρίνονται από αυθεντικότητα και ειλικρίνεια γραφής. Οικοδομώντας ένα ιδιότυπο οπτικό πεδίο, ο Τ. Σπήλιος συνδυάζει διακοσμητικά μοτίβα, πολυεδρικά σχήματα, πλέρια στοιχεία αριστοτεχνικά, διαμηνύοντας την άποψη της αλληλουχίας, την πληρότητα, την ενοποίηση και την σχηματοποίηση.»
Λεόντιος Πετμεζάς
Θεωρητικός ιστορικός τέχνης -
«Ο Σπήλιος Τσούνης είναι ένας νέος με χέρια μαγικά, με ευαισθησία που δεν βρίσκω λέξη να την χαρακτηρίσω. Είναι ένα αγόρι που παίρνει ένα κομμάτι κορμού ελιάς και το κάνει όνειρο, φιλοσοφική ρήση ή ζωή χειροπιαστή. Γλύπτης, εικονολήπτης, ζωγράφος, αγιογράφος αλλά και δάσκαλος ανήσυχων περί τα εικαστικά νέων ανθρώπων, με δέχτηκε στον μικρό ναό της τέχνης του απλά, όπως απλό ήταν και το υλικό που κρατούσε και σκάλιζε με αγάπη πατρική. Πρέπει να εκθέσει τις θαυμάσιες αγιογραφίες του, τα μοναδικά ξυλόγλυπτά του, συνθέσεις περίπλοκες και αλληγορικές και να κάνει τον κόσμο γύρω του να αγκαλιάσει ακόμα πιο πολύ την τέχνη.» «Ο Σπήλιος όπως χαριτωμένα τον θέλουν και τον αποκαλούν οι φίλοι του, είναι το αγαπημένο παιδί, ο τρυφερός φίλος και Δάσκαλος περί των τεχνών και ο “Μαγικός Καλλιτέχνης”. Αν ζούσε στη Χιλή – όπου το ξύλο είναι ένα ευλογημένο υλικό για τους γλύπτες της – θα τον είχαν θεοποιήσει. Όμως, πάνω απ’ όλα πέρα για πέρα , σε πλάτος, βάθος και προπαντός σε ύψος, είναι Έλληνας. Είναι ελληνικός σε ό,τι ποιεί και – πριν απ’ αυτό – σε ότι σκέφτεται. Περιμένουμε την δικαίωσή του. Πανελλήνια… και όχι μόνο.»
Δανάη Στρατηγοπούλου
Mουσικός -
Η ποίηση του Σπήλιου Τσούνη είναι τέχνη που εκπορεύεται από τη ζωγραφική και τη γλυπτική και την πατροπαράδοτη σοφία της Ανατολής. Ο ποιητής, χαμηλών τόνων, αποπνέει το άρωμα των αρχαίων μυστών και την ευλάβεια των μυστικών της ορθόδοξης ελληνικής παράδοσης. Η ταπεινοφροσύνη, αφήνει το αίσθημα του πόνου και την τραγικότητα της ύπαρξης να γίνει συντριβή και ικεσία. Λιτότητα έκφρασης και συμπυκνωμένη συγκίνηση επιτρέπει στον ποιητή να συμμετέχει στην κοινή ανθρώπινη μοίρα. Μοναχικός αλλά ορθάνοιχτος στον κόσμο αφουγκράζεται και παρατηρεί τη ζωή και όπως οι πραγματικοί ασκητές εμφανίζεται εν καιρώ με τα έργα του, όπου αφηγείται, ξεδιπλώνει τη μνήμη και αναμετρέται με τη μοίρα του προσπαθώντας να επιστρέψει στην ποθητή Ιθάκη. Ο λυρισμός του ξεδιπλώνεται σ’ένα δίπτυχο σπονδυλωτών και ραψωδιακών ποιημάτων. Στα πρώτα συνωθούνται τα εγκόσμια και υπερβατικά, οι εμπειρίες οι χαρμολύπες και τα παθήματα του βίου ενώ στα δεύτερα ξεδιπλώνεται η τρυφερότητα του έρωτα και γίνονται όλα ένα άσμα-ασμάτων. Ο ποιητής, καθ’ομολογία του, άβολος και ονειροπαρμένος, πιάνεται από τα στέρεα, ακατάλυτα και πανάρχαια υλικά, πέτρα και ξύλα και γίνεται ραψωδός, υμνωδός και νοσταλγικός μιας άνοιξης που “κρέμεται απ΄τον ουρανό του” ενώ μας καλεί να ακούσουμε το τραγούδι του με τα σύμβολα και τη μυθολογία του. Βαθιά ελληνικός και συνάμα οικουμενικός, ξετυλίγει το κουβάρι της Αριάδνης, αναμετριέται με το χρόνο και ταλαντεύεται ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Παγανισμός και χριστιανισμός συμπλέκονται και αλληλοσυμπληρώνονται: η προσευχή στη Δέσποινα και στον Ουρανό συμβαδίζει με τον όρκο στην αγράμπελη της ξερολιθιάς. Ο ποιητής πραγματικός δημιουργός κι αυτός, δίνοντας πνοή ζώσα σ’έναν κόσμο δέντρου, σε μια πέτρα, σ’ένα πεταμένο βαρέλι και σε όποιο άλλο “ταπεινό” υλικό, πλάθει από την αρχή τον κόσμο.
Δημήτρης Πιστικός
Ποιητής - Κριτικός Ποίησης -
«Ο Σπήλιος, πριν αρχίσει τις έρευνές του στην γλυπτική του ξύλου και στην ζωγραφική, είχε αποκτήσει μία σημαντική θητεία στον χώρο της βυζαντινής αγιογραφίας. Η φύση του αποκαλύφθηκε σταδιακά και σε βάθος, με αποτέλεσμα εδώ και πολλά χρόνια να θεωρεί τον εαυτό του απόλυτα εξαρτημένο και ουσιαστικά συνδεδεμένο με αυτήν. Οδοιπορεί και παρατηρεί, αφουγκράζεται και συνομιλεί με διάφορες όψεις και μορφές της φύσης, ανά ώρες και εποχές, επιλέγοντας κορμούς, ξερά κλαδιά, θαλάσσια ξύλα και αντικείμενα που έχουν προέλθει από φυσικές διεργασίες συμπληρωμένες από εκείνες του βίου των ανθρώπων ή του χρόνου. Όσον αφορά στην γλυπτική του, εκείνο που κεντρίζει το ενδιαφέρον και την φαντασία του είναι η υφή, το χρώμα και τα “νερά” του ξύλου, οι αντιστάσεις και οι συμπεριφορές του, οι διάφορες “περιπέτειες” του υλικού που υποδηλώνουν τις επενέργειες του κλίματος, των συνθηκών ανάπτυξης των φυτών και των τρόπων που συνδυάζονται οι νομοτέλειες με την περιστασιακότητα αλλά και την παραδοξότητα, καταλύοντας τις όποιες δεσμευτικές εκλογικεύσεις. Τα “ευρήματά” του είναι κορμοί από δέντρα ελιάς, λεμονιάς, κερασιάς, πεύκου, κ.α. Οι εικαστικές επεμβάσεις του, πάνω σ’ αυτά τα “ευρήματα” που μεταμορφώνονται, είναι χειρονομιακές, απελευθερώνοντας ο καλλιτέχνης αφ’ ενός την σχολαστικότητά του, αφετέρου την φαντασίας του. Στα έργα του συνδυάζει τον χειρονομιακό εξπρεσιονισμό και την υπερρεαλιστική διάθεση. Τα ξύλα του γίνονται “σώματα καμόντων”, κραυγές και ψίθυροι, ελπίδες και πάθη, μνήμες και ανατροπές, πεδία εσωτερικής πάλης και μορφικής ανάπλασης, αντιθέσεων και εναρμονίσεων που υπομνηματίζουν γεγονότα, όπως αυτά της γέννησης, του έρωτα και του θανάτου. Τα γλυπτά του λειτουργούν στον χώρο ευετηριακά και ταυτοχρόνως αποτροπαϊκά, σαν “φυλακτήριοι δαίμονες” που ενώνουν την δραματικότητα με το ευτράπελο, το τυχαίο με το μοιραίο και το αναπότρεπτο με την υπερβατική αίσθηση. Ο Σπήλιος ψαύει τις επιφάνειές του. Τις παρακολουθεί με το σκαλίδι του, καθώς συνεχίζει και προεκτείνει με το χέρι του τις πορείες και τα απροσδόκητα “μονοπάτια” της φύσης. Εκεί που τελειώνει η φύση, αρχίζει ο καλλιτέχνης, – χωρίς να την παραβιάζει – να υιοθετεί ένα είδος νοερής συνέχειας που εξατομικεύει μορφώματα, μέσα από τα οποία ο ίδιος αφαιρετικά μας ανακαλύπτει πρόσωπα και πράγματα, σχέσεις και αλληγορίες, πραγματικότητες και μεταφυσικές παραμέτρους, εσωτερικές αλληλουχίες απτότητας της υφής και των όγκων στα γλυπτά του που συνομιλούν με τον χώρο και τις κυμαινόμενες τονικότητες του φωτός, κατά την διάρκεια της ημέρας.»
Αθηνά Σχοινά
Κριτικός και Ιστορικός Τέχνης -
«Η παράδοση που συνεχίζεται δυναμικά σήμερα είναι ο εκφραστής μιας λαμπρής πορείας της ελληνικής τέχνης από την εποχή των ελληνιστικών χρόνων μέχρι σήμερα. Η τοιχογραφία, η φορητή εικόνα καθώς και το πέρασμα (τεχνοτροπικά) μέσα στη ζωγραφική μας προτείνει να σταθούμε ποιητικά μπροστά στον δημιουργό σε μία ολοκλήρωση αισθητική, συνταυτισμένη με το πνεύμα των προγόνων μας. Η δημιουργική συμμέθεξη της πνοής του ζωγράφου με την ποιητική διάσταση και με το πνεύμα της παράστασης και του χρώματος οδηγεί στην ανάταση πέρα από το υπερπέραν. Πνευματικότητα και αισθησιασμός, χρονικό και άχρονο, πραγματικότητα και ποιητική διάθεση, εκφραστικότητα και ζωντάνια είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά των έργων, δουλεμένα σε ξύλο στη βάση διαφόρων τεχνικών. Το τόλμημα που ανέλαβε ο καλλιτέχνης να δημιουργήσει έργα που φέρουν τα σημάδια περασμένων και όχι μόνο εποχών, και η επιλογή των συγκεκριμένων τύπων φανερώνουν για μία ακόμη φορά το σταθερό και αν προσέξει κανείς καλύτερα, κοινό σε όλα τα έργα υπόβαθρο, αυτό του έντονου προβληματισμού για το ρόλο και το σκοπό της τέχνης σήμερα. Πρόκειται για μία ιδιαίτερα προσεγμένη δουλειά με νωπογραφίες, Φαγιούμ, αγιογραφίες, έργα εξπρεσιονιστικής αφαίρεσης αλλά και ρεαλισμού. Η ιδέα πως σε κάθε εικαστικό αποτέλεσμα ενυπάρχει η σχέση της φύσης (ως πραγματικότητα) με την καλλιτεχνική δημιουργία (που φέρει ποιητικά στοιχεία) αποτελεί ίσως την κρυμμένη αλήθεια της τέχνης. Όταν κανείς αναλογιστεί ότι η τέχνη δεν είναι η εφαρμογή ενός κανόνα ομορφιάς αλλά εκείνο που το συλλαμβάνουν το ένστικτο και το μυαλό του δημιουργού πέρα από τον κανόνα δοκιμάζει αισθήματα ικανοποίησης και απογοήτευσης ταυτόχρονα κάθε φορά που έρχεται σε επαφή με έργα που μιλούν στο μάτι και στην ψυχή. Αισθάνεται ικανοποίηση γιατί το καλλιτεχνικό έργο παρουσιάζει κωδικοποιημένες άχρονες ιδέες που τέρπουν. Αισθάνεται απογοητευμένος γιατί ξέρει πως το κενό που δημιουργεί η τέχνη μέσα του σύντομα δε θα υπάρχει αν δεν φροντίσει να το αναπληρώσει.»
Δήμητρα Σαρρή
Κριτικός και Ιστορικός Τέχνης -
«Αυτό που χαρακτηρίζει τη δουλειά του Σπήλιου, είναι η δύναμη στη χρωματική του γκάμα, καθώς κι η άνεση με την οποία μεταχειρίζεται και χρησιμοποιεί τα διάφορα υλικά. Πότε παστέλ, πότε λάδια και πότε μικτές τεχνικές, όπως σκόνη, κόλλα κι άλλα, όλα παίρνουν μια δύναμη και μια «επιθετική» διάσταση στο χέρι του καλλιτέχνη, διάσταση που βγαίνει από το έργο του. Επιθετικός και συνάμα γλαφυρός. Δυνατός και συνάμα ποιητικός. Είναι τα μηνύματα της εικαστικής γλώσσας του Σπήλιου.»
Νέλλη Σπηλιοπούλου
Δημοσιογράφος -
«Επισκέπτεσαι για ένα καφεδάκι τον φίλο σου και τον βρίσκεις να κουβεντιάζει μ’ ένα σαλίγκαρο – να του τα χώνει μάλλον καλύτερα – που’ χει βαλθεί να μασουλάει επιμελώς τα λάχανα του κήπου του. Και δεν εκπλήσσεσαι, μιας που ο “περί ου ο λόγος” φίλος τυχαίνει να μην κάνει διακρίσεις στις συναναστροφές του και θα μπορούσε το ίδιο καλά κείνη την ώρα να’ χε ανοίξει παρτίδες με κάνα κυκλάμινο, ας πούμε, – ή με κανένα σύννεφο – αναλόγως. Ίσως μ’ αυτή του τη συμπεριφορά ο Σπήλιος να εξυπηρετεί τους απώτερους στόχους του. Να κερδίζει δηλαδή με κάτι τέτοια την εμπιστοσύνη των παράδοξων συνομιλητών του, ώστε σύμφωνα με μιαν έκφραση της μεγάλης Δανάης “ό,τι πέσει στα χέρια του – χώμα, πέτρα, νερό, ξύλο, μέταλλο, ακόμα κι αυτά που οι πολλοί λογαριάζουν για σκουπίδια – να το μετατρέπει σε σχήμα, χρώμα, ιδέα, κάλλος”. Γιατί ο Σπήλιος, περά από καταξιωμένος ζωγράφος και γλύπτης, ανήκει συν τοις άλλοις σ’ αυτήν την ιδιαίτερη ομοταξία δημιουργών που εκφράζουν στον απόλυτο βαθμό την έννοια του καλλιτέχνη. Παιδάκι ακόμα, κι ενώ χάνονταν με τις ώρες παρακολουθώντας τα φανταστικά σχέδια που σκάρωνε η υγρασία στα ταβάνια, κατάφερνε ν’ αποσπά την εύνοια των δασκάλων του – με τους ομηρικούς ήρωες και τους Μεγαλέξανδρους που ζωγράφιζε στον πίνακα – ισοσκελίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τα αναμενόμενα προβλήματα που δημιουργούσε “το απείθαρχον” του χαρακτήρα του. Κι όταν αργότερα στην Καλλών Τεχνών οι δάσκαλοί του σα να δυσθυμούσαν μ’ αυτή του την απειθαρχία, έρχονταν γι’ αντιστάθμισμα το ενδιαφέρον και ο θαυμασμός των συμμαθητών του να του παρασταθούν στη μοναχική πορεία που του επέβαλε το κοσμοκαλογερίστικο ταπεραμέντο του. – Οι σχολές κι οι δασκάλοι σού δίνουν πληροφορίες, που αν τυχόν ζυμωθούν κατάλληλα με τη ζωή σου και μεταβολιστούν σ’ αυτό που λεν ψυχή, τότε μονάχα υπάρχει η πιθανότητα να γίνουν γνώση. Εγώ πάλι, συνεχίζει, λαμβάνοντας υπ’ όψιν πρωτίστως τον χαρακτήρα του καλλιτέχνη (από τι μέταλλο είναι φτιαγμένος) πιστεύω στις συγκυρίες. Σε κείνες τις συνιστώσες που συμπέφτοντας στο χρόνο και στην ανάγκη καθορίζουν την εξέλιξή σου. Όμως παράλληλα έμαθα πως τα εμπόδια υπάρχουν για να δοκιμαζόμαστε, για να μας κρατούν σε εγρήγορση. Τον ρωτάω να μου πει τη γνώμη του, από τι πράγμα κινδυνεύει περισσότερο ένας καλλιτέχνης. – Μα, το να πιστέψει πως κατάχτησε κάποια κορυφή κι από την επανάληψη. Η επανάληψη είναι ο θάνατος του αληθινού καλλιτέχνη, συμπληρώνει. Τον ρωτάω ακόμα να μου αποσαφηνίσει τη σχέση του με τη ζωγραφική και με τη γλυπτική αντιστοίχως. – Ζωγράφος είμαι κάθε ώρα της ημέρας, κάθε στιγμή. Στη γλυπτική, αντίθετα, περιμένω πάντα το κάλεσμά της. Πότε, ας πούμε, θ’ αποφασίσει να μου μιλήσει η ελιά. Τότε μονάχα την πιάνω να την δουλέψω, κυνηγώντας την. – Τι εννοείς μ’ αυτό το κυνηγώντας την, ρε Σπήλιο; – Δε χρησιμοποιώ σφιγκτήρες. Έτσι, αφήνω το ξύλο να κάνει το δικό του – που ούτως ή άλλως θα το’ κανε – και να με οδηγήσει το ίδιο στις κρυμμένες μορφές του. – Και πότε αποφασίζεις για το τελείωμα ενός έργου; – Άκου, λοιπόν, να σου εκμυστηρευτώ κάτι που μου αποκαλύφθηκε με τα χρόνια. Όταν το σάλιο στο στόμα μου γίνει γλυκό σαν το μέλι. Τότε ξέρω πως το έργο έχει πάρει πλέον την οριστική του μορφή. Φεύγοντας, ο Σπήλιος κόβει ένα ολοστρόγγυλο λάχανο και μου το δίνει. – Δεν είναι του σαλίγκαρου. Αυτό είν’ άλλο.»
Περικλής Χειλάς
Καλλιτέχνης
