Published poems
The Tree of My Homeland
Ορμητικός ο αέρας προς τα μέσα μου. Το κύμα της μνήμης παίζει με τ’ αφρόξυλα στην άμμο. Το παρόν! Του μυαλού μου ο φάρος με το εσωτερικό του φως αποτραβηγμένο σ’ ένα τοπίο που εγώ έχω ζωγραφίσει.
Άραγε πότε θα μεγαλώσει; Το χρώμα του απόβραδου ασημένιο και βαθύ. Μ’ ένα μαχαίρι κόβω ένα κομμάτι του, μαζί μου σα φυλαχτό να το’ χω.
Τα σύννεφα σχήματα απροσπέλαστα, αέναες φιγούρες… δράκοι και φόνισσες του Παπαδιαμάντη.
Η ανάσα του ποιητή ζεστή στ’ αυτιά μου, βραχνή και γρήγορη, μπολιασμένη το φως της αλήθειας, κόντρα στα σκοτάδια της άγνοιας, αλάτι στην πληγή της μετριότητας. Οι κραυγές του ζεστό ρούχο των αφανών, και των τιμίων. Ραψωδία. «Εν το παν» Σύμπαν!
Εξοφλητής των γραμματίων της ζωής μου. Φύσις αποκεκρυμμένη μέσα μου. Εξαίσιον! Τα λουλούδια, ο αέρας, το χώμα, η φωτιά… Σπουδή στους σχετικούς, φορά της απελευθέρωσης.
Ξυπνούν οι μέλισσες και γίνομαι οδοιπόρος στου ξύλου το γνέψιμο, του καλεμιού, της σμήλης και του μαστραπά.
Θεότητα! Ο χρόνος! Το μυστικόν κατέχει «εν μυστηρίω αποκεκρυμμένον». Τετρακτύς! Η πηγή της αέναης γνώσης. Βοή στην ανανέωση! Θα σε βρω πηγαίνοντας με τα νερά του ξύλου, του ελάτου, του κυπαρισσιού και της ελιάς.
Διάφανη γυναίκα! Μετάλλαξη σε όγκο. Θεά του φωτός. Ξυλομορφή στη ροή του έργου μου.
Στον καθάριο το νου, στην πηγή, στην αντλία της έμπνευσης, συναπάντημα της δημιουργίας με την αθάνατη τη φύση…
Προς ευχήν στον πανάρχαιο ποταμό.
Διαδρομή από την πηγή στη θάλασσα. Στα ξαφνιασμένα νερά το διάφανο ρούχο της Θεάς Γυναίκας πεσμένο, λαξευμένο σύμβολο στης ψυχής μου το πέτρωμα.
Νικημένος σ’ ένα τέρμα ακατανόητο, και άγνωστο.
Εσωτερικός αόρατος ο νόμος που η φύση προτιμά να μου υποδεικνύει.
Μπρος μου το ξύλο! Η Θεά με μαλλιά ξέπλεκα μου γνέφει να γονατίσει, εκεί που η ανθρωπότητα ζητιανεύει, ένα κομμάτι αθανασίας.
Ταξιδεύει ο νους μου στα νερά του ξυλοκορμού που κλείνει μέσα του το αίμα της γνώσης μου.
Αμφορείας με αρωματισμένο νερό – σπονδή στη θεά – μου γνέφουν.
Πιο πέρα ο Ηράκλειτος στης δόξας το θρόνο, στεφανωμένος με τις δάφνες της γνώσης.
Σε οράματα νομοτελειακά, τα σχήματα, αφαιρούν την απότομη αντίδραση μου, απαγορεύοντας την.
Τα οχήματα! Έντονα με μακραίνουν από τον εκπεσμό που αυθαίρετα ορίζει τις δομές της κοινωνίας.
Απομακρύνομαι μέσα στη συνείδησή μου, με τους λευκούς κίονες της Κορίνθου.
Κινούμαι λυτρωτικά μέσα στην Αρχαΐα Σκέψη, στο Κεντρικό Σημείο. Ψάχνω ΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ!
Σημεία αναφοράς, οδηγητές στο θαύμα της Τέχνης.
Ταξιδεύω από την Μίλητο στην αιωνιότητα, και από εκεί στο άπειρο. Ντύνομαι την μορφή της αδυναμίας και ξαναμπαίνω σο αρχικό στάδιο.
Σκέφτομαι την κορυφή του Ολύμπου!
Αποφασίζω, μ’ ένα ζευγάρι άρβυλα παλιά, ρακένδυτος, χωρίς ανησυχία για την φτώχεια μου να οδοιπορήσω.
Κύκλος. Κύτταρα ηθικής αυτονομίας, μ’ ένα στίγμα ζωής που συνεχώς ανανεώνεται. Εξομοιάζω τον εαυτόν μου με τον Δία. Το φαντάζομαι… Με δέος διαπιστώνω πως δεν μπορώ να τον αγγίξω.
Το αρνούμαι! Απ’ την άρνησή μου πηγάζει θαρρώ η γνώση μου.
Ηρεμώ. Η αγωνία φεύγει. Φεύγει και ο φόβος μου. Εδώ και το παιχνίδι της ανακάλυψης, με ίχνη εποποιίας.
Έρχεται η προσευχή μέσα σε μελωδικές μεταβολές, σε μια ακίνητη γαλήνη, στον προσωπικό μου χώρο.
Η φιλοδοξία του όγκου στο γλυπτό μου αρχίζει να διαφαίνεται. Στη διαδρομή το χέρι μου και το σκαρπέλλο.
Ένα χρέος σαφές καταληπτό σε μια διάσταση με εικόνες παρμένες απ’ την Αποκλειστικότητα.
Στοχασμοί ή Παραστάσεις;
Του φόβου το αμάρτημα φοβάμαι.
Χορτάρια και κλαδιά φυτρώνουν στο κορμί μου. Πώς ν’ αντέξω τις φωνές των τραγωδών;
Του τεχνίτη το χέρι πού πάει;
Οσφραίνομαι τη ζωή και πονάω για την κατάντια των ανθρώπων.
Τις σταγόνες των δακρύων μου, μεταλαμβάνω από το στόμα μου.
«Να τελειώσω πρέπει με τις μορφές, στερεωμένες πάνω στην γνώση».
Να μάθουν κάτι αυτοί που έρχονται κι αυτοί που θα’ ρθουν!
Ασφυκτιούν οι σκέψεις μου αυτές μέσα στη φλόγα του ποταμού που μέσα μου κυλάει. Σχήματα!! Ένας θίασος να υμνεί τα έργα των Αθανάτων. Το σφυρί και το κοπίδι!…
Κτύπος που μοιάζει με κείνο της καρδιάς μου…
Ακουμπάω τις τεχνικές θέσεις.
Δικαιοσύνη! Ακαριαία πεθαίνει η μετριότητα! Τότε βουβαίνουν οι πολιτείες… ακούγονται οι φωνές των ποιητών: Καβάφης, Σολωμός, Ρίτσος, Κάβλος, Σικελιανός, Σεφέρης, Ελύτης, Παλαμάς.
Πάνε κι έρχονται.
Κοσμάς ο Αιτωλός… (το σφυρί και το κοπίδι)
Κτυπήματα επικοινωνίας. Το ξύλο αρχίζει να μου μιλάει!
Φεύγει η δυσπιστία και ο φόβος, ξεχνιέται το αμάρτημα.
Η φωνή του αγγελιοφόρου κορμού, σαν τσεκουριά ακούγεται μες την σιωπή μου.
Η Ηχώ ταξιδεύει στο Σύμπαν.
Με μεθούν οι κραυγές και γίνονται βάλσαμο στην καχυποψία μου που στριμώχνεται ανήμπορη από κάτω από τον πάγκο μου.
Έρχεται ο μαντατοφόρος από τους Δελφούς! Κραυγή μυστική μέσα μου.
Να ανέβω! Μονοπάτια μέσα από τις φλέβες του ξύλου.
Ψάχνω τον Πάνα τον μελωδό.
Αυτός, το δρόμο τον κατέχει. Λιγοστεύουνοι φωνές και έρχονται οι Νύμφες ξαναμμένες, στο στροβίλισμα των ανέμων που οι κορυφές τους κρατούν την κόψη τους.
Στεριώνει η άφθαρτη σκέψη μου…
Στην αρχέτυπη αντίληψη περιστρέφομαι. Τι μέλλει γενέσθαι;
Α! Το αιωνόβιο δένδρο! Η πατρίδα μου. Μου μιλάει για τα μηνύματα που από τους άλλους παίρνει.
Κορμός του δένδρου που οι ρίζες του μπαίνουν στην συνείδησή μου.
Ο χρόνος χαράζει το πρόσωπό μου, με τις ρυτίδες μεγαλείου που στάζει άρωμα του ιδρώτα, του πόνου και της ικανοποίησης.
Λυπάμαι κοιτάζοντας κατά γης.
Πέταξαν εκεί την γλώσσα των προγόνων μου. Κοιτάζω το θηρίο. Αχόρταγο!
Το «Κράτος» γλείφει το αίμα των παιδιών του, την ανθρώπινη αξία καταργώντας και το Δίκαιό της.
Οι προαγωγοί απολαμβάνουν.
Οι προδότες ήσυχοι κοιμούνται. Αυτά μου λέει το δένδρο. Κι άλλα πολλά.
Παίρνω βαθιά ανάσα!
Πώς να μαζέψω μια πατρίδα θρυμματισμένη!
Το καλέμι στη χούφτα μου, με παρακινεί να σκαλίσω, ένα πουλάκι.
Της νιότης τ’ αηδόνι, της δημιουργίας με κελαϊδήματα.
Τυλίγομαι με την μοναξιά της κορυφής. Η ανάταση. Το ησυχαστήριο. Το πνεύμα κι η δύναμη.
Στο «όρος». Εκεί που τ’αστέρια κοιμούνται τη μέρα στης γνώσης το πηγάδι.
Εκεί όπου οι Ερινύες προσφέονται δώρο στους απόντες, για να πάψουν οι Βάρβαροι ν’ αγγίζουν το δένδρο της ζωής, που τ’ άγγιγμά τους ΘΑΝΑΤΟΣ είναι.
Ξεχασμένη η Σπάρτη. Μήτε σαΐτες μήτε κράνη. Τα τείχη κυκλωμένα από τσιμεντένια σπίτια.
Με αρχαία ρητά της γης χαράζω.
Τα εργαλεία μου χαρακτήρες των εποχών.
Το κάστρο στη Μεθώνη! Εκεί όπου οι σκιές χαϊδεύουν την άμμο και το κύμα.
Γεμίσαμε εφιάλτες!
Πλουτίσαμε με ατομικές κερκόπορτες.
Ψάχνω για Θερμοπύλες οδύνη και όλεθρος το πέρασμα των βαρβάρων.
Πού είναι η πύλη του Ρωμανού;
Αυτό που μου βγαίνει στο ξύλο μαρτυράει τον πανάρχαιο πόνο.
Εκεί που τα μάτια μόνιμα υγρά είναι.
Ψίθυροι! Χαιρετισμοί!
Πεταμένες ασπίδες.
Στενεύει ο χώρος. Το οδοιπορικό αγγίζει τη γνώση. Σκηνές και εικόνες στο χέρι της αθανασίας.
Διαδρομή από τον ναό της Αθηνάς στην Έφεσο…
Γεωμετρικά σχήματα και αριθμοί με τραβούν στη θάλασσα, εκεί που τράβηξε ο Φρίξος και η Έλλη.
Εκεί που το όραμα δεν ξεφτίζει, εκεί που ο Απόλλων δαφνοστολίζει πολεμιστές και ποιητές μαζί.
Διαβαίνω τη Θράκη.
Τους στοχασμούς μου δουλεύω και η έννοια γεννιέται, με όλη την καθολικότητά της.
Η φιγούρα του ανθρώπου στο ξύλο της ελιάς και το πουλάκι στεκούμενο στο κλωνάρι, στεφανώνουν τον Ηρακλή.
Χαράζω μιαν αρχαία κολόνα, εξαργυρώνοντας σκέψεις ασυμβίβαστες με τον Παράδεισο που μου προτείνεται…
Υμνολογώ αυτά που ζητώ να διορθώσω: την ερημιά μου που χωνεύει η απεραντοσύνη…
Στέκομαι δίπλα στο αποκαΐδια των βυζαντινών.
Στήνω την σκαλωσιά μου στην αρχαία έννοια, εκεί που με πηγαίνει ο νους…
Το Μαρτύριο και η Αγωνία τελειωμό δεν έχουν. Άφθαρτη η σκέψη μου όμως!
Τίποτα δεν χάνεται…
Η μορφή αλλάζει. Στον ίδιο προορισμό με οδηγεί.
Το καλοκαίρι περιμένω και ζω τον χειμώνα των ανθρώπων μέσα μου.
Μετουσιώνομαι σε παραβάτη…
Στη σκιά του δένδρου μου ξαποσταίνω…
Εδώ είναι πατρίδα μου…
Το κιονόκρανο που σκάλιζα προχτές γέμισε αίματα…
Αυτοσχεδιάστηκε η ενότητα.
«Ενότης πολλαπλασιαζόμενη και πολλαπλότης συρρικνωμένη».
Το θεώρημα Πυθαγόρα στο μυαλό μου. Ο αιώνιος και ο ακατάλυτος νόμος, ο μεσάζων όρος ανάμεσα σε ανθρώπινο και θείο. Τέχνη σύνθετη.
Οι κινήσεις μου γίνονται αφηρημένες και τα σχήματά μου σιγουρεύουν την αξία τους και την ατομικότητά τους.
Ξεχνιέμαι. Και το δράμα μου σχεδιάζει μέσα μου ίχνη εποποιίας.
Συνέρχομαι. Και με απασχολεί η απόσταση που πρέπει να διανύσω.
Η άκρη της κορυφής και το ΔΕΝΔΡΟ!
Το δένδρο που με παρασέρνει στο όραμά μου.
Εδώ θα κτίσω τον ναό μου, και την Αφροδίτη με απλωμένα χέρια να μαζεύει το φως.
Περπατάω κάτω από τις ελιές τις ασημόφυλλες στο μπόι του κυπαρισσιού και στης μηλιάς τον ίσκιο.
Ξαπλώνω ν’ αποκοιμηθώ, ελπίζοντας στο όνειρο που θα με οδηγήσει εκεί στην αγορά των Αρχαίων, εκεί που οι άνθρωποι δεν τρελλαίνονταν να εξηγήσουν τα φαινόμενα των καιρών. Εκεί που το ανθρώπινο κοπάδι δεν κλειδώνεται με το προσκύνημα και την αυτοκτονία. Την Προς – Ευχήν μου – κάνω να ξαναγίνω παραβάτης να καταλάβω την Αντιγόνη, τον Προμηθέα, τον Οιδίποδα… Με τις ιέρειες και με αργά βήματα… Θυσία να κάμω στην Αθηνά και στην σοφία της γλαύκας…
(Διαθήκη για την κόρη μου ΜΑΓΙΑ και σε όλους τους νέους που υπάρχουν, που έρχονται και που θα’ ρθουν).
Polytechnic
Εσύ Κοιμάσαι
Στο Σπλάχνο
Της Θύελλας
Και Μεις
Κοιμώμαστε
Ξύπνιοι για
Να πεθαίνουμε
Κάθε Μέρα
Ζωντανοί
